fbpx
CinemaPeopleTFCinema

The Green Post-It, πάμε σινεμά;

Με αυτήν εδώ την playlist, τα 10 λεπτά ανάγνωσης κυλούν καλύτερα.

Αθηνά: Ξέρεις τι, έχω σκεφτεί να κάναμε κάτι, αλλά δεν θέλω να είναι κάτι τυπικό, ούτε μια απλή συνέντευξη.

Σταυρούλα: Θέλω! Και είναι ευκαιρία να βρούμε ένα ωραίο concept. Ίσως κάτι εντελώς abstract.

Αθηνά: Τέλεια! Όμως, δεν έχω σκεφτεί ακόμα τις λεπτομέρειες.

Σταυρούλα: Εγώ, για κάποιον λόγο, μόλις το ανέφερες, σκέφτηκα να είναι κάτι σαν παιχνίδι.

Αθηνά: Μήπως να το συνδυάζαμε και με σινεμά; Ή λες να είναι περιοριστικό;

Σταυρούλα: Δεν θα είναι περιοριστικό, δεν θα με ρωτήσεις ποια είναι η αγαπημένη μου ταινία.

Αθηνά: (Γέλια), όχι προφανώς!

Ήταν Νοέμβρης του 2021 όταν τυχαία «έπεσα» πάνω στο The Green Post-It στο Instagram και σε μερικά πράσινα χαρτάκια post-it που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Το ένα ήταν το «There is a secret club for bad decisioners» και το δεύτερο ήταν το «Ένας τρόπος για να αντιληφθείς τη ματαιότητα είναι να περάσεις 3 φορές λάθος κορδόνια σε παπούτσια.».

Αν και δεν της αρέσει τόσο το δεύτερο, εμένα μου θυμίζει το quote της Mia Wallace από το Pulp Fiction που λέει «Trying to forget anything as intriguing as this would be an exercise in futility». Και κάπως έτσι βλέπω μέχρι και σήμερα αυτό το account με τα πράσινα χαρτάκια που δημιούργησε η Σταυρούλα Κουλίτση.

Το να προσπαθήσεις να ξεχάσεις ή να προσπεράσεις το The Green Post-It είναι εξάσκηση στη ματαιότητα

Τον Νοέμβρη του 2022, μετά από πολλές συζητήσεις και ακόμη περισσότερες συναυλίες, έλαβε χώρα ο παραπάνω διάλογος. Σήμερα, ο διάλογος αυτός καταλήγει στο κείμενο που έχεις μπροστά σου. Από τον Νοέμβρη μέχρι τώρα, είδαμε αυτό το project σαν ένα παιχνίδι, σαν μια βόλτα στην Αθήνα, σαν να γυρίζουμε μια ταινία. Την ημέρα που το πήραμε πια απόφαση, της είπα να σκεφτεί μερικές από τις αγαπημένες της ταινίες και να θυμηθεί τις αγαπημένες της ατάκες. Έπειτα, της ζήτησα να διαλέξει όσα θα έγραφε κι εκείνη σε ένα πράσινο χαρτάκι. Τελικά, όντως τη ρώτησα ποια είναι η αγαπημένη της ταινία, αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο.

Σταυρούλα, τι είναι σινεμά;

Η πρώτη μου σκέψη είναι ότι το σινεμά είναι σαν τα όνειρα. Αυτά που θέλεις και αυτά που φοβάσαι.

Φοβάσαι στο σινεμά;

Βλέπεις αυτά που φοβάσαι. Κάνεις συνεχώς projection ως θεάτρια ή ως θεατής. Η ταινία είναι πάντα η ίδια, ο δέκτης αλλάζει, άρα και τα αντίστοιχα φίλτρα.

Τι εννοείς συνεχώς; Δεν ταυτίζεσαι με όλους τους χαρακτήρες μιας ταινίας. Με ένα τρόπο διαλέγεις, συνειδητά ή υποσυνείδητα.

Ναι, αλλά μπορεί σε μια σκηνή να ταυτιστείς με έναν χαρακτήρα και στην επόμενη με έναν άλλον. Δεν είναι απαραίτητα σταθερό αυτό. Ή μπορεί π.χ. να σου κάνει trigger ένα άσχετο σημείο, για δικούς σου λόγους. Όπως λέγαμε και για το Aftersun. Δεν χρειάζεται να έχεις χωρισμένους γονείς για να συνδεθείς με την ταινία. Αλλά αν έχεις, είναι πιθανό να εντοπίσεις σημεία που ένα άλλο άτομο δεν θα εντοπίσει. Μπορεί σε ένα σημείο να ταυτιστείς με τη Sophie, την κόρη, και σε άλλο με τον Calum, τον πατέρα.

Όταν, όμως, μια ταινία βασίζεται περισσότερο στο «φανταστικό» και εκτυλίσσεται σε μια τέτοια βάση, πώς ταυτίζεσαι εκεί;

Το «φανταστικό» σε μια ταινία συνήθως είναι μια αλληγορία. Στην πραγματικότητα η ταινία είναι ένα σύμπαν μέσα στο οποίο συμβαίνουν πράγματα. Οπότε, ανάλογα με το πώς θα τα ερμηνεύσεις, φυσικά και μπορείς να ταυτιστείς. Αυτό είναι ένα ενδιάμεσο στάδιο και άρα, στην ουσία το projection είναι διπλό: τι βλέπεις και πώς ερμηνεύεις αυτό που βλέπεις.

Βρίσκεις νόημα σε κάθε ταινία που βλέπεις και σου αρέσει;

Νομίζω, ναι. Νόημα, όχι απαραίτητα εσωτερικά στην ταινία, αλλά νόημα για μένα. Δηλαδή, αν μια ταινία με βάλει να σκεφτώ, έχει νόημα. Αν μου αλλάξει την οπτική, έχει νόημα. Αν με χαλαρώσει, έχει νόημα. Αν με νευριάσει, έχει νόημα. Αν με προβληματίσει, έχει νόημα. Όταν σε μια ταινία δεν βρίσκω νόημα, για μένα σημαίνει πως δεν συνδέθηκα μαζί της με κανέναν πιθανό τρόπο.

Για παράδειγμα, το Κουρδιστό Πορτοκάλι μού δημιούργησε μια αδιανόητη δυσφορία, αλλά δεν ήθελα να τελειώσει. Ήθελα να δω και ταυτόχρονα δεν ήθελα. Είχε νόημα η δυσφορία. Αυτό το conflict του «ταράζομαι, αλλά συνεχίζω να βλέπω», και ψάχνω τα όρια μου βλέποντας.

Αν το The Green Post-It ήταν ταινία, ποια ταινία θα ήταν;

Θα ήταν το Lost in Translation, αλλά θα το είχε σκηνοθετήσει ο Wong Kar-Wai.

Εσύ;

Εγώ θα ήμουν το Lost in Translation, αλλά θα με είχε σκηνοθετήσει ο Ingmar Bergman. Στο μυαλό μου, αυτή η ταινία βγάζει μία μοναχικότητα, μία εσωστρέφεια, έναν ρεαλισμό, μία οριακή απαισιοδοξία, κι εν τέλει μία επιλεκτική εξωστρέφεια. Εστιάζει στην επικοινωνία μέσα από τη συζήτηση και είναι αρκετά ανθρωποκεντρική με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Το φίλτρο του Kar-Wai προσδίδει ρομαντισμό, ενώ το φίλτρο του Bergman είναι πιο βαρύ και υπαρξιακό.

Όταν είχα δει την ταινία πρώτη φορά, δε μου άρεσε. Τότε ήμουν μικρή και προφανώς δεν μπορούσα να την καταλάβω. Ωστόσο, ο τίτλος είναι για μένα κάτι αντίστοιχο με το χαρτάκι «My brain every single moment». Στο μυαλό μου προσπαθώ να καταλάβω κι εμένα και τον κόσμο. Κι αυτό πολλές φορές είναι χαοτικό. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην κοινωνία. Δε συνεννοούμαστε επειδή δεν προσπαθούμε πραγματικά να καταλάβουμε τι θέλει να πει το άτομο απέναντι μας. Εξίσου χαοτικό.

The Green Post It
Ο Αστακός (2015)

Τι πιστεύεις ότι έγινε στο τέλος;

Είμαστε στον Αστακό να φανταστώ. Δεν πιστεύω τίποτα για το τέλος. Πιστεύω ότι έμεινε εκεί για πάντα αναποφάσιστος.

Για πάντα αναποφάσιστος. Στην ρευστότητα των αποφάσεων.

Σε αυτήν. Βέβαια, δεν υπάρχει το για πάντα. Αυτό είναι ένα πρόβλημα.

Ναι, μια ταινία δεν πεθαίνει όμως. Γι’ αυτό κάνουμε ταινίες, μάλλον.

Ναι, το είχα σκεφτεί αυτό κάποτε. Πώς τοποθετούνται οι φανταστικοί χαρακτήρες στο χρόνο; Μιλάς γι’ αυτούς στον Ενεστώτα ή στον Αόριστο;

Εάν μια ταινία είναι μια ζωή από μόνη της, τότε ό,τι εξελίσσεται εκεί είναι ενεστώτας, συγκεκριμένα ενεστώτας διαρκείας. Αν, όμως, μια ταινία έχει μέσα της παρελθόν ή/και μέλλον (δηλαδή έχει αναδρομές) τότε στο κομμάτι της αναδρομής π.χ. στο παρελθόν είναι αόριστος ή καλύτερα, αόριστος διαρκείας. Γενικά, ο χωροχρόνος σε μια ταινία πάντα με εντυπωσίαζε κι εμένα.

Πώς, όμως, τοποθετούνται χρονικά σε σχέση με το πότε βλέπει ο θεατής την ταινία; Υπάρχουν πάντα ζωντανοί οι χαρακτήρες δεδομένου ότι πάντα υπάρχει η ταινία;

Ναι, αλλά αν ο χαρακτήρας πεθάνει κατά τη διάρκεια της ταινίας, ζει για πάντα, πεθαίνει για πάντα, ξαναζεί για πάντα και ξαναπεθαίνει για πάντα κάθε φορά που βλέπεις την ταινία.

Ναι, αλλά αν δούμε την ίδια ταινία με μια ώρα διαφορά για μένα ζει και για εσένα έχει πεθάνει. Άρα είναι ταυτόχρονα ζωντανός και νεκρός. Είναι ο χαρακτήρας του Schrödinger.

Ναι, αυτό είναι η θεωρία της σχετικότητας.

Στο δικό μας σύμπαν.

Στο σύμπαν της ταινίας ζει μέχρι να πεθάνει.

Και όταν μιλάς για την ταινία αφού την έχεις δει, ο χαρακτήρας «είναι» ή «ήταν»;

Θυμίσου την ερώτηση που κάνεις συνήθως για μία ταινία. Αναρωτιέσαι αν «πεθαίνει κανείς;» κι όχι αν «πέθανε κανείς;».

Σωστά.

The Green Post-It
Μαγνητικά Πεδία (2021)

Εμένα το αγαπημένο μου quote από τα Μαγνητικά Πεδία είναι το:

-Είναι δέκα λεπτά πιο αργά από εδώ.
-Μπορεί να τύχει κάτι συγκλονιστικό αυτά τα 10 λεπτά.

Με κάνει πολύ χαρούμενη. Βέβαια, δεν είναι απαισιόδοξο.

Πολύ ωραίο, όντως. Συνοψίζει το (πλαστό) νόημα της ζωής και είναι αρκετά αισιόδοξο. Κάποια στιγμή θα τύχει κάτι συγκλονιστικό σε ένα δεκάλεπτο που δεν περιμένεις να τύχει κάτι συγκλονιστικό.

Βαριέσαι ποτέ; Ή πιο πολύ υποφέρεις;

Δεν βαριέμαι ποτέ. Μόνο υποφέρω.

Δεν είναι ανθρώπινο και το να βαριέσαι όμως;

Πώς ορίζεται το «βαριέμαι»;

Χμ. Ίσως δεν έχεις μια «κανονική» διάθεση να κάνεις κάτι που σε άλλη περίπτωση θα έκανες;

Άρα δεν βαριέσαι, απλώς προτιμάς να κάνεις κάτι άλλο από αυτό που έχεις να κάνεις. Βάζεις διαφορετική προτεραιότητα.

Και πως ορίζεται το «υποφέρω»;

Υποφέρω: νιώθω μια συνεχή δυσφορία, δεν θέλω να κάνω αυτά που κάνω και δεν θέλω να κάνω και τίποτα άλλο. Και τελικά σκρολάρω.

The Green Post-It_1
Fight Club (1999)

Το είχα δει παλιά. Και ήταν για κάποιο καιρό η αγαπημένη μου ταινία. Μετά κατάλαβα ότι πρέπει να την ξαναδώ.

Για αγαπημένη, βαριά ταινία διάλεξες.

Ναι. Όλα αυτά που αποτυπώνουν μια εσωτερική πάλη κάπως με ελκύουν. Βέβαια, με μία σημερινή ανάγνωση δεν ξέρω πώς θα έβλεπα τη συγκεκριμένη ταινία. Νιώθω πως έχει περιττή βία. Στην αρχή την εκλαμβάνεις ως πολυεπίπεδη – γιατί ασκεί κριτική στον καπιταλισμό και στις άλλες σύγχρονες παθογένειες της κοινωνίας – αλλά ίσως τελικά να είναι κάπως επιφανειακή. Δεν ξέρω, με μπερδεύει ακόμα αυτή η ταινία.

Κοίτα, όλη αυτή βία είναι κι αυτή μια αλληγορία. Περιττή δεν ξέρω αν είναι, αλλά καταλαβαίνω τι λες.

Ίσως είναι λίγο περισσότερη απ’ όσο χρειάζεται, αλλά και αυτό είναι σχετικό.

Γίνεται ξαφνικά να μη νιώθεις τίποτα; Μπορεί να συμβεί;

Ναι, μπορεί, όταν έχεις εξαντληθεί συναισθηματικά. Ίσως μέσα σου γίνεται σταδιακά, αλλά εσύ το αντιλαμβάνεσαι ως ξαφνικό. Κάνεις μια σκέψη και γίνεται το κλικ. Δεν ξέρω αν συμβαίνει σε όλ@, σε εμένα συμβαίνει. Αλλά νομίζω ότι προϋποθέτει αυτή τη συναισθηματική και πνευματική εξάντληση, αυτό το άδειασμα που έρχεται κάποια στιγμή. Είναι κάτι που χτίζεται σταδιακά, είναι σαν το τραγούδι «Every day I Love You Less and Less». Αλλά το turning point πάντα σε σοκάρει.

Λες αυτός να είναι ο πραγματικός μηχανισμός; Όπως όταν κάποι@ πεθαίνει, ίσως δεν σε πλημμυρίζουν τα «συνηθισμένα», θλιβερά συναισθήματα, αλλά κλείνεις διακόπτη. Όχι επειδή ξαφνικά δεν νιώθεις τίποτα, αλλά επειδή ξαφνικά «πρέπει» να μη νιώθεις τίποτα.

Μήπως αυτό είναι το ανάποδο; Υπάρχει δηλαδή η πιθανότητα να κλείνεις διακόπτη και μετά να έρθει η επεξεργασία. Ενώ, σε αυτό που συζητάμε, πρώτα γίνεται η επεξεργασία και μετά έρχεται ο διακόπτης.

Δεν σταματάει και ποτέ αυτή η επεξεργασία.


Έναν διακόπτη να κλείσουμε το μυαλό μας για λίγο έχετε;

The Green Post-It_2
H Έβδομη Σφραγίδα (1957)

Τι είναι η Έβδομη Σφραγίδα;

Μια ωδή στην ύπαρξη. H ταινία σε «χτυπάει» κατευθείαν. Γιατί ο Antonius κάνει τόσο απλές ερωτήσεις, έχει τόσο απλές απορίες, που όμως περιέχουν όλη την αναζήτηση του νοήματος. Δεν ξέρω καν αν φοβάται ή αν δεν φοβάται να πεθάνει. Είναι σαν να σου λέει ότι δεν έχει σημασία τελικά αν υπάρχεις ή αν δεν υπάρχεις. Εγώ, δηλαδή, έτσι το εκλαμβάνω. Που κάπως ισχύει. Ο Θάνατος απλώς υπάρχει. Ο Θεός μπορεί να υπάρχει, μπορεί και να μην υπάρχει. Ο άνθρωπος είτε υπάρχει, είτε δεν υπάρχει, δεν έχει σημασία. Αλλά επειδή υπάρχει ο Θάνατος, ο άνθρωπος πρώτα δεν υπάρχει, μετά υπάρχει και μετά πάλι δεν υπάρχει.

Σε αυτό το πλαίσιο σκεφτόμουν κάποια στιγμή ότι η απουσία έχει περισσότερη επίδραση από την παρουσία.

Δηλαδή;

Αυτό που δεν συμβαίνει μπορεί να είναι πιο σημαντικό από κάτι που συμβαίνει. Ζεις, είσαι καλά στην υγεία σου, έχεις τους ανθρώπους σου. Όλα αυτά επειδή δεν έχει συμβεί κάτι άσχημο. Δεν ξέρω αν βγάζει νόημα αυτό.

Άρα η επίδραση έρχεται από τη στιγμή που έχεις νιώσει μια παρουσία και αυτή ξαφνικά γίνεται απουσία;

Και η παρουσία έχει επίδραση. Ίσως έχει να κάνει και με τη σειρά των πραγμάτων που λέγαμε πριν. Η παρουσία έχει επίδραση σταδιακά. Η απουσία έχει επίδραση απότομα. Όπως και να’χει, οι έννοιες της παρουσίας και της απουσίας είναι έννοιες αλληλένδετες. Η απουσία, όμως, είναι αυτή που γιγαντώνει και την εξιδανίκευση.

Μεγάλη κουβέντα αυτή. Ίσως την έχουμε ανάγκη μερικές φορές αυτή την εξιδανίκευση.

Ανάγκη, γιατί; Εννοώ πως η εξιδανίκευση θεωρητικά χειροτερεύει τη συνθήκη της απουσίας.

Υποσυνείδητη ανάγκη να πιστέψεις σε κάτι καλύτερο.

Ναι, αλλά το καλύτερο δεν είναι εκεί πια. Δεν υπάρχει. Μπορείς να αγαπάς κάτι που δεν υπάρχει; Αυτό ταιριάζει με την κάποτε συζήτησή μας για τη σχέση αγάπης – πένθους με αφορμή το Three Colors: Blue.

Και με το Her.

Σωστά, και το Her.

Βέβαια, όλα αυτά είναι δικές μας προβολές.

Ναι, είναι αυτό που λέγαμε πριν και για τις ταινίες: δεν βλέπεις αυτό που συμβαίνει, βλέπεις αυτό που θες να δεις. Όπως και στη ζωή.

Σταματάς ποτέ να αμφισβητείς;

Όχι, γιατί τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Τίποτα εξωγενές, τίποτα ενδογενές. Όταν σταματάς να αμφισβητείς, σταματάς να εξελίσσεσαι και όταν σταματάς να εξελίσσεσαι είναι σαν να μην υπάρχεις. Το ίδιο ισχύει και για την κοινωνία. Με την αμφισβήτηση πηγαίνει μπροστά.

The Green Post-It_3
Ο Τρελός Πιερό (1965)

Δεν είναι «καταραμένη» αυτή η ταινία;

Από ποια άποψη; Θα έλεγα ότι είναι περισσότερο μία ελεύθερη πτώση. Η ταινία θα μπορούσε να συνοψιστεί μόνο στην πρώτη και την τελευταία σκηνή της. Από το «είμαι απογοητευμένος από τη ζωή» στο «αυτοκτονώ».

Είναι λίγο «καταραμένο» αυτό το τέλος μέσα σε όλη την σχετικά ανάλαφρη πλευρά της.

Το τέλος είναι η λογική κατάληξη. Είναι το «κάνω ό,τι μπορώ για να καταλήξω εκεί».

Στο πλαίσιο της λογικής του σινεμά;

Όχι, απαραίτητα. Και της ίδιας της ζωής. Με τις επιλογές και τις πράξεις σου πολύ συχνά οδηγείσαι κάπου. Βέβαια, δεν μπορείς να ελέγξεις τίποτα στην πραγματικότητα, οπότε αυτό με τις επιλογές είναι μια ψευδαίσθηση.

Με το «κάπου» δεν εννοείς δηλαδή τον θάνατο, αλλά τις επιλογές. Πάντως, μια ψευδαίσθηση είναι και η σχέση τους. «Θα έπρεπε» να είναι ερωτευμένοι, αλλά δεν καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον.

Χρειάζεται να είναι ερωτευμένοι για να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον; Αυτά δεν πάνε απαραίτητα μαζί.

Το αντίστροφο;

Αν χρειάζεται να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο για να είναι ερωτευμένοι; Όχι. Απλώς δεν μπορούν να είναι ευτυχισμένοι, γιατί δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα. Και όχι μόνο αυτό. Η Marianne πιστεύει ότι εκείνη έχει συναισθήματα, ενώ εκείνη είναι στη πραγματικότητα η επιφανειακή.

Υπάρχει χάσμα επικοινωνίας γενικά στους ανθρώπους. Είναι σκληρό το να λες τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο και να συνειδητοποιείς ότι αυτό που βλέπεις αρχικά στα άτομα απέναντί σου δεν είναι πάντα η πραγματικότητα. Οι φαινομενικά συναισθηματικοί άνθρωποι μπορεί να είναι τελικά οι πιο επιφανειακοί.

Φταίει το ότι δεν καταλαβαίνουμε εμείς πολλές φορές αυτά που νιώθουμε ή ότι δεν μπορούμε να τα εκφράσουμε λέγοντας, πολλές φορές, κάτι άλλο από αυτό που θα θέλαμε;

Φταίνε όλα αυτά μαζί, συν μερικά ακόμα. Προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε τα συναισθήματά μας, μετά τα συναισθήματά μας γίνονται σκέψεις και οι σκέψεις μεταφράζονται σε λέξεις για να μπορούμε να τις επικοινωνήσουμε. Κάποι@ ακούει τις λέξεις, αλλά οι ίδιες λέξεις δεν σημαίνουν τα ίδια πράγματα για όλους τους ανθρώπους. Ακόμα κι αν πάρουμε σαν δεδομένο ότι ξέρουμε τι νιώθουμε και ότι λέμε ακριβώς αυτό που πιστεύουμε, δεν είναι δεδομένο ότι θα καταφέρουμε να το μεταδώσουμε σωστά.

The Green Post-It_4
Chungking Express (1994)

Χρειάζεται να ακούμε πολύ δυνατά μουσική για να μη σκεφτόμαστε;

Δεν έχω βρει κανένα τρόπο να σταματήσω τη σκέψη μου μέχρι σήμερα. Η δυνατή μουσική φαίνεται να είναι η έσχατη λύση και, όταν φτάσεις στην έσχατη λύση, μάλλον ούτε αυτή θα δουλέψει. Χρειάζεται να ακούμε δυνατά μουσική για να νομίζουμε ότι σταματήσαμε να σκεφτόμαστε. Ξέρεις τι συμβαίνει τελικά; Συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε, αλλά με California Dreamin’ στο background.

Τι άλλο θα μπορούσε ίσως, εκτός από τη δυνατή μουσική, να μας κάνει να σταματάμε τη σκέψη μας;

Μία ενδιαφέρουσα και εξομολογητική συζήτηση, που εμβαθύνει με ειλικρίνεια χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς φίλτρα και άμυνες.

Δεν το βρίσκεις και εύκολα αυτό.

Όχι, αλλά υπάρχει, και είναι βασικό να μπορείς να το αναγνωρίσεις, όταν το βρεις. Όχι με την έννοια του να το εκτιμήσεις, αλλά με την έννοια του να το αντιληφθείς, ώστε να του δώσεις τη φροντίδα που χρειάζεται για να εξελιχθεί.

Θέλουμε όλ@ να ζήσουμε την τελευταία σκηνή από αυτή την ταινία;

Δεν ξέρω. Κάποι@ ζουν σε κουτάκια. Επομένως, όχι όλ@. Δηλαδή ίσως όλ@ να θέλουν να ακούσουν το «πάμε όπου θες εσύ», αλλά μπορούν άραγε όλ@ να το πουν;

The Green Post-It_5
Fleabag (2016-2019)

Γιατί διαλέξαμε αυτή τη σειρά μέσα στις υπόλοιπες ταινίες;

Καταρχάς, διαλέξαμε το quote όχι τη σειρά, αλλά αν διαλέγαμε σειρά, πάλι αυτή θα διαλέγαμε. Τη διαλέξαμε γιατί η Fleabag ψάχνει συνεχώς να βρει πού ανήκει. Δεν μπορεί να τοποθετήσει τον εαυτό της μέσα στον κόσμο – ούτε καν στον κοινωνικό της περίγυρο – και δεν μπορεί να κάνει ειρήνη με αυτόν, γιατί κουβαλάει τεράστια ενοχή και θλίψη. Ψάχνει να πιαστεί από οπουδήποτε. Ε, και κάπως έτσι δεν είμαστε όλ@;

Κάπως έτσι είμαστε. Εγώ, η αλήθεια είναι δεν την έχω δει ακόμα τη σειρά. Όμως, αυτό το quote το ξέρω, το έχω δει παντού, και φαίνεται να ταυτίζονται πολλά άτομα.

Έχει βαθύ ρεαλισμό, βαθύ κυνισμό και βαθύ συναίσθημα. Δηλαδή, η απάντηση «θα σου περάσει» είναι από μόνη της τόσο κυνική. Αλλά από την άλλη, όντως, μάλλον θα σου περάσει. Και μετά έρχεται το συναίσθημα του ατόμου που ακούει αυτή την απάντηση και σκέφτεται «δεν νομίζω ότι θα μου περάσει» και μπορεί όντως να μην περάσει.

Είναι σαν αυτή η στιχομυθία να έχει μέσα όλες τις πιθανές συνθήκες. Σίγουρα, όλ@ έχουμε βρεθεί στη θέση και αυτού του ατόμου που απορρίπτει και αυτού που απορρίπτεται. Δεν γίνεται να μην ταυτιστείς. Είναι σαν το χαρτάκι «Είσαι (κι εσύ) αυτό που νομίζεις ότι είναι κάποιος άλλος».

Άρα, ας πούμε, θα μπορούσε και η Fleabag να λέει αυτό στον priest;

Ναι, και σίγουρα το έχει πει σε κάποιον άλλον.

Νομίζω κι εμείς το λέμε στον εαυτό μας. Δεν ξέρω αν το λέμε πάντα τη στιγμή που πρέπει, ή τη στιγμή που θέλουμε να το πούμε, ή τη στιγμή που θέλουμε να πιστέψουμε ότι όντως κάτι θα περάσει.

Είναι ένας συνδυασμός ευχής και εμπειρίας. Εμπειρίας από τις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα και των διαφορετικών ρόλων που έχουμε σε αυτές. Ευχής γιατί εκείνη τη στιγμή μπορεί να πιστεύεις ότι δεν θα περάσει ποτέ. Οπότε προσπαθείς να σε καθησυχάσεις, ελπίζεις να περάσει.

Περνάει;

Όχι πάντα. Αλλά, όσο το δουλεύεις μέσα σου, μαθαίνεις να το διαχειρίζεσαι παρέα με τα 5 στάδια του πένθους. Άλλωστε ο εγκέφαλος λειτουργεί προστατευτικά. Όσο περνάει ο καιρός, αφαιρεί το έντονο συναίσθημα από μία ανάμνηση. Αυτό το κάνει όσο εμείς κοιμόμαστε. Εκείνος τρέχει τις αναμνήσεις με απενεργοποιημένο το κομμάτι που παράγει το συναίσθημα. Βέβαια, υπάρχει και το «ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός». Βγάλε άκρη.

Ο καλύτερος δε λένε;

Ο Αγγελάκας λέει ο χειρότερος, αλλά μη με βάλεις να διαλέξω ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη.

Για όλες τις ελπίδες που μας οδηγούν στην πιο γλυκιά αυταπάτη, και στη μεγαλύτερη απάτη του κόσμου – το σινεμά.

Σταυρούλα & Αθηνά

The Green Post-It_6
Σταυρούλα και Αθηνά

 

16

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *